κοτσάρω — κοτσάρω, κότσαρα και κοτσάρισα, κοτσαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κοτσάρω — 1. αναρτώ, κρεμώ 2. συνδέω, προσαρτώ, προσκολλώ 3. δίνω ή κάνω κάτι αιφνίδια και ανέλπιστα αντί άλλου το οποίο περίμενε κάποιος («τού ζήτησα βοδινό και μού κοτσάρει μοσχαράκι γάλακτος») 4. φορώ επιδεικτικά κάτι που δεν ταιριάζει με την περίσταση… … Dictionary of Greek
κοτσάρω — κότσαρα και κοτσάρισα (λ. ιταλ.) 1. προσκολλώ, αναρτώ, κρεμώ: Κότσαρε κι άλλα βαγόνια στο τρένο. 2. κατηγορώ, κακολογώ: Του κοτσάρανε πως είναι χουντικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγκυρίζω — (Α ἀγκυρίζω) [ἄγκυρα] νεοελλ. προσδένω άγκιστρο στο άκρο αλυσίδας, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. ρίχνω κάποιον κάτω, καταβάλλω, βάζω τρικλοποδιά … Dictionary of Greek
ακοτσάριστος — ή, ο αυτός που δεν είναι γαντζωμένος, πιασμένος από κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < α + κοτσάρω η παραγωγή αναλογικά προς τα επίθετα που προέρχονται από ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
ενάπτω — (AM ἐνάπτω) δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.) νεοελλ. ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με… … Dictionary of Greek
κοτσάρισμα — το [κοτσάρω] προσκόλληση, προσάρτηση, σύνδεση … Dictionary of Greek
κοτσαδόρος — ο εξάρτημα, συνήθως πρόσθετο σε όχημα, με το οποίο γίνεται σύνδεση με άλλο όχημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κοτσάρω «κρεμώ»] … Dictionary of Greek
ξεκοτσάρω — 1. ναυτ. ξεγαντζώνω 2. (για συρμούς ή άλλα οχήματα) αποσυνδέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κοτσάρω «συνδέω, προσκολλώ, προσαρτώ»] … Dictionary of Greek